Γνωρίστε την αντισφαίριση ξυλορακέτας
Η αντισφαίριση ξυλορακέτας ή αλλιώς beach racket είναι πλέον οργανωμένο άθλημα, με συλλόγους, ειδικά διαμορφωμένα γήπεδα, κανονισμούς και φυσικά πολλούς οπαδούς. Υπάρχει ένα κακό όνομα για τη ρακέτα και για κάποιους που έπαιζαν παλιά. Κι εμείς είχαμε προβλήματα πριν γίνουν οι οργανωμένοι σύλλογοι, αφού αναγκαζόμασταν να παίζουμε -όπως όλος ο κόσμος- στις παραλίες. Δεν υπήρχε ένας χώρος για να παίξουμε. Όπως καταλαβαίνετε είχαμε χτυπήματα της μπάλας σε κόσμο, με αποτέλεσμα να δημιουργείται άσχημη εικόνα για τους ρακετίστες. Ο ρακετίστας πλέον δεν είναι ο ενοχλητικός της παραλίας, αλλά ένας αθλητής που προάγει και πρεσβεύει απολύτως τα αθλητικά ιδεώδη.
Η αντισφαίριση ξυλορακέτας έχει τις ρίζες της στην Αίγυπτο και συγκεκριμένα στην Αλεξάνδρεια. Από τους Άγγλους στρατιώτες πέρασε στους ντόπιους που δούλευαν στα στρατόπεδα και κάποια στιγμή το μετέφεραν στην παραλία της Αλεξάνδρειας. Από εκεί το πήραν οι Έλληνες, με αποτέλεσμα τη δεκαετία του 70 το beach racket να κάνει την εμφάνισή του στις ελληνικές παραλίες και ιδιαιτέρως στην Κρήτη και την Αθήνα. Σήμερα υπάρχουν γύρω στους 10-15 επίσημους ομίλους κι άλλοι τουλάχιστον 4 ή 5 υπό σύσταση. Ο «Πανελλήνιος Σύλλογος Αντισφαίρισης Ξυλορακέτας» Π.Σ.Α.Ξ., ο οποίος αναγνωρίστηκε ως σωματείο επισήμως το 2007, έχει ουσιαστικά και χρέη ομοσπονδίας του αθλήματος. Διοργανώνονταιπρωταθλήματα, αγώνες επίδειξης, διαφημιστικές προβολές που έχουν απώτερο στόχο την επίσημη αναγνώριση του beach racket ως άθλημα. Το πρώτο πρωτάθλημα διεξήχθη το 2008.
Η αγάπη του Έλληνα για τη θάλασσα συνδυάστηκε με το σπορ που προσφέρεται παράκτια με μία ρακέτα κι ένα μπαλάκι και μπορείς κάλλιστα να ασχοληθείς ώρες μ’ αυτό.
Η αντισφαίριση ξυλορακέτας είναι ένα ομαδικό παιχνίδι. Οι παίκτες μεταξύ τους δεν είναι αντίπαλοι, αλλά συμπαίκτες. Αυτή είναι και η διαφορετικότητά του από το τένις και το πινγκ-πονγκ: ο απέναντι είναι συμπαίκτης σου. Ο σκοπός του παιχνιδιού είναι να φέρει ο ένας τον άλλον στα όριά του χωρίς να τον δυσκολέψει. Πρέπει να τον φέρει μέχρι εκεί όπου μπορεί για να γυρίσει την μπάλα, έτσι ώστε μέσα από αυτήν τη διαδικασία να παραχθεί το ιδανικό θέαμα, το οποίο θα ευχαριστήσει τον κόσμο που το βλέπει. Έχουμε δηλαδή δύο εκ διαμέτρου αντίθετες καταστάσεις: την ομαδικότητα αλλά και τη μεγάλη δυναμικότητα των αθλητών. Η φιλοσοφία του ρακετίστα εμπεριέχει θάλασσα, ομαδικότητα, θέαμα, άθληση και δύναμη. Ηλικιακό όριο δεν υπάρχει. Δημιουργείται μια συμπεριφορά στους παίκτες, που συνδυάζει το αθλητικό πνεύμα και την άμιλλα.
Από το 1975 και μετά, η αντισφαίριση ξυλορακέτας παίρνει πιο αθλητική και δυναμική μορφή. Το παιχνίδι ξεκίνησε να παίζεται από απόσταση 15 μέτρων και οι ρακέτες να ζυγίζουν 1 κιλό . Με τον καιρό η απόσταση μειώθηκε στα 4-8 μέτρα και ταυτοχρόνως οι ρακέτες έγιναν πιο μικρές κι ελαφριές (έφτασαν τα 350-360 γραμμάρια ). Το παιχνίδι πλέον παίζεται χαμηλότερα, με αποτέλεσμα να γίνεται πιο θεαματικό, γρήγορο, ενώ απαιτεί πολύ καλύτερη φυσική κατάσταση. Μάλιστα τα τελευταία πέντε χρόνια υπάρχουν επίσημοι κανονισμοί. Τα γήπεδα έχουν διαστάσεις 12x4 για τις δυάδες και 12x7 για τις τετράδες. Αν και οι περισσότερες συμμετοχές σε τουρνουά είναι δυάδες, οι τετράδες προσφέρουν στους μεν παίκτες μεγαλύτερη αγωνιστική δραστηριότητα και ικανοποίηση στους δε φιλάθλους καλύτερο και πιο ενδιαφέρον θέαμα.
Δύο είναι τα σημεία που ουσιαστικά βαθμολογούνται: το δυνατό χτύπημα θετικά και η πτώση της μπάλας στην άμμο αρνητικά. Η κάθε ομάδα έχει στη διάθεσή της ένα εικοσάλεπτο για να μαζέψει όσο περισσότερους πόντους μπορεί. Οι κανόνες που έχουν τεθεί είναι τέτοιοι που δεν θα αφήσουν το σπορ να ξεφύγει από τη φιλοσοφία. Θα βοηθήσει κι αυτόν που κάνει πρωταθλητισμό στη ρακέτα αλλά και το χομπίστα της παραλίας.
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΞΕΝΑΓΗΣΗ ΤΗΣ ΞΥΛΟΡΑΚΕΤΑΣ | |\ |
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΞΕΝΑΓΗΣΗ ΤΗΣ ΞΥΛΟΡΑΚΕΤΑΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΧΡΗΣΤΟ ΧΡΙΣΤΟΦΗ ΕΛΛΗΝΑ ΕΞ ΑΙΓΥΠΤΟΥ ΜΕ ΤΕΡΑΣΤΙΑ ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΣΕ ΑΘΛΗΤΙΚΑ ΔΡΩΜΕΝΑ ΚΑΙ ΣΕ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΑ ΣΥΛΛΟΓΩΝ Είναι ιστορικά τεκμηριωμένο και γνωστό για πολλούς ότι η ξυλορακέτα πρωτοεμφανίστηκε στην Αίγυπτο και συγκεκριμένα στην Αλεξάνδρεια και διαδόθηκε στα μεσογειακά παράλια μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Πιο συγκεκριμένα, κατά την εποχή της αγγλικής στρατιωτικής κατοχής στην Αίγυπτο που κράτησε μέχρι το 1952, οι Άγγλοι στρατιώτες έπαιζαν ξυλορακετα στα στρατόπεδά τους κατά τη διάρκεια των διαλειμμάτων τους. Κρατούσαν μια μικρή σανίδα στο χέρι, στέκονταν ο ένας απέναντι του άλλου και αντάλλαζαν τα μπαλάκια κτυπώντας τα με την σανίδα, προσπαθώντας πάντοτε να μην πέφτει στο έδαφος. Πολλές φορές μάλιστα δημιουργείτο και μια ανταγωνιστικότητα μεταξύ τους με αποτέλεσμα το μπαλάκι να χτυπιέται με κάποια δύναμη. Αυτή λοιπόν την απασχόληση – άσκηση των Άγγλων στρατιωτών, που τους έβγαζε και από την καθημερινότητά τους, την παρακολουθούσαν οι ιθαγενείς – επιστάτες (κηπουροί, συντηρητές κλπ.), οι οποίοι με τη βοήθεια του αθλητικού σθένους που τους διακατείχε το μετέφεραν (το άθλημα) κάποια στιγμή στις παραλίες της Αλεξάνδρειας, οι όποιες δεν είναι και λίγες. Ήταν στην αρχή βέβαια ένα θέαμα όχι τόσο ελκυστικό, πιθανώς διότι η σανίδα που χρησιμοποιούσαν δεν βοηθούσε στην ομαλή απόκρουση της μπάλας. Έπρεπε λοιπόν να κατασκευαστεί ένα σχήμα τέτοιο που να αποσκοπούσε στο καλό αποτέλεσμα του παιχνιδιού. Στην αρχή επινοήθηκαν διάφορες μορφές της ρακέτας, επικρατέστερη όμως ήταν εκείνη που είχε σχήμα στρογγυλό με μακρύ χέρι, το λεγόμενο «τηγάνι». Αυτό άλλωστε ήταν και το οριστικό σχήμα της αιγυπτιακής ξυλορακέτας. Ήταν το χρονικό διάστημα του 1945-1960, όπου οι παραλίες της Αλεξάνδρειας γέμιζαν από ρακετίστες ντόπιους και μη. Ήταν τα χρόνια που ήκμαζαν οι ξένες παροικίες στην Αίγυπτο, οι όποιες πέραν των εμπορικών και κοινωνικών δραστηριοτήτων είχαν και αθλητικές. Μεταξύ αυτών βέβαια υπήρχε και η ελληνική παροικία, η οποία αριθμούσε στα πρώτα χρόνια τα 280.000 άτομα με 25 περίπου αναγνωρισμένα αθλητικά σωματεία. Εκτός αυτών υπήρχαν πολιτιστικοί σύλλογοι, κοινωφελή ιδρύματα, σχολεία, νοσοκομεία κλπ. Η παρουσία των Ελλήνων στην Αίγυπτο περνάει υποχρεωτικά μέσα από την ιστορία της ίδιας της χώρας. Οι Έλληνες θεωρούσαν την Αίγυπτο σαν δεύτερη πατρίδα τους, πάντα όμως αισθανόντουσαν άρρηκτα δεμένοι με την Ελλάδα και έτρεφαν την ελπίδα ότι θα γύριζαν κάποτε στην πατρίδα, παρ’ όλο που οι περισσότεροι δεν την είχαν δει ποτέ τους. Η ζωή τους κυλούσε ήρεμα χωρίς ειδικά προβλήματα. Ένα μεγάλο ποσοστό, ιδιαίτερα των νέων ασχολείτο με τον αθλητισμό και τον πρωταθλητισμό. Έτρεφαν δε μεγάλη αγάπη προς την θάλασσα όπου περνούσαν τις διακοπές τους στις πολυάριθμες και αξιοζήλευτες παραλίες. Εκεί οι Έλληνες πρωτοαντίκρυσαν όπως αναφέραμε τους ντόπιους ρακετιστες. Εντυπωσιασμένοι με το θέαμα και γενικότερα ως άθλημα άρχισαν και αυτοί να το δοκιμάζουν, επιφυλακτικά στην αρχή, αλλά ως πρωταγωνιστές αργότερα. Είχαν δημιουργηθεί αρκετές ομάδες με αξιοσημείωτες επιδόσεις. Εδώ θα θέλαμε να τονίσουμε ότι είχε εξαπλωθεί ως σπορ από την ελληνική παροικία και παιζόταν σε όλες τις εποχές του χρόνου, λόγω των κλιματολογικών συνθηκών του τόπου. Έγινε δε τόσο δημοφιλές που δεν υπήρχε χώρος να σταθείς για να το απολαύσεις, περισσότερο δε όταν οι παίκτες που έπαιζαν ήταν από διαφορετικές εθνικότητες (Αιγύπτιοι, Έλληνες, Ιταλοί, Εβραίοι κτλ.). Έφθασε σ’ένα σημείο οι παίκτες αυτοί να αποτελούν μια μικρή αθλητική διεθνή κοινωνία με πρωτοποριακό ρόλο, και πάλι τονίζουμε τους Έλληνες. Αυτή η κατάσταση κράτησε μέχρι το (1958-1960). Τώρα βέβαια η ξυλορακετα στην Αίγυπτο παίζεται μόνο από τους ιθαγενείς και από τους ελάχιστους ξένους. Τότε, στα τέλη της δεκαετίας του 50’ μεγάλος αριθμός Ελλήνων φθάνει στην Ελλάδα. Χαρακτηρίσθηκαν στην αρχή «Αιγυπτιώτες» , αλλά αργότερα επίσημα πλέον «Αιγυπτιώτες Έλληνες» . Πολλοί από αυτούς έρχονται για πρώτη φορά, οι μεγαλύτεροι στην ηλικία αντιμετωπίζουν προβλήματα προσαρμογής, στην συνέχεια όμως συνηθίζουν. Η άφιξή τους στην Ελλάδα δεν επιβαρύνει, ούτε δυσκολεύει την Ελληνική Πολιτεία, απεναντίας βοήθησαν άλλοι οικονομικά με συνάλλαγμα που έφεραν μαζί τους, άλλοι με τεχνογνωσία, άλλοι με επιστημονική κατάρτιση, καταλαμβάνοντας μάλιστα μεγάλες διευθυντικές θέσεις στην ΔΕΗ, ΟΤΕ, ΕΥΔΑΠ, Τράπεζες κτλ. Όπως αντιλαμβάνεται κανείς, επόμενο ήταν να «κουβαλήσουν» παράλληλα μαζί τους και τα αθλητικά τους ιδεώδη και κατ’επέκταση το παιχνίδι που έπαιζαν στον τόπο που γεννήθηκαν. Πολλά λέγονται για το ποιος, που και ποτέ πρωτόπαιξε ρακέτα. Μαρτυρίες όμως βετεράνων λένε ότι ο αείμνηστος Θωμάς Καρτσωνάκης το 1958 έπαιξε για πρώτη φορά ξυλορακέτα στα Χανιά, και συγκεκριμένα στην παραλία του Καλαμακίου, εκεί όπου σήμερα έχει την έδρα του ο ομώνυμος σύλλογος χειμερινών κολυμβητών. Ο Νίκος Κυριακίδης επίσης την ίδια χρονολογία με το που ήρθε στην Ελλάδα από την Αίγυπτο έπαιξε ρακέτα στην πλαζ της Βουλιαγμένης. Ακολούθησαν τα αδέλφια Ανδρέας και Γιάννης Αλεξάνδρου (αξιόλογοι ποδοσφαιριστές), Δημήτρης Παπαδάκης (δ/ντης στην Πυρκάλ – πολίστας), Χρήστος Χριστοδούλου (τερματοφύλακας), Σάββας Αμπατζής (ποδοσφαιριστής) και άλλοι. ΕΙΝΑΙ ΓΕΓΟΝΟΣ: Η ΑΝΤΙΣΦΑΙΡΙΣΗ ΞΥΛΟΡΑΚΕΤΑΣ ΕΙΣΕΒΑΛΛΕ ΚΑΙ ΚΑΤΕΚΤΗΣΕ ΤΙΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΛΙΕΣ.! |